αυτοκασιγνήτη

αυτοκασιγνήτη
η
βλ. αυτοκασίγνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐτοκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτῃ — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήταις — αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτην — αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτης — αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτα — αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc/acc dual αὐτοκασιγνήτᾱ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκασιγνήτας — αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem acc pl αὐτοκασιγνήτᾱς , αὐτοκασιγνήτη own sister fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκασίγνητος — αὐτοκασίγνητος, ο (θηλ. αὐτοκασιγνήτη, η) (Α) [κασίγνητος] αυτάδελφος, αδελφός …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκασιγνήται — αὐτοκασιγνήτᾱͅ , αὐτοκασιγνήτη own sister fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”